Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατ-ηγορία

См. также в других словарях:

  • φιληγορία — και ποιητ. τ. φιληγορίη, ἡ, Α το να μιλά κανείς φιλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε ήγορος / ηγορία (< ἀγορά),… …   Dictionary of Greek

  • υπηγορία — ἡ, ΜΑ 1. κατάλογος, κατάσταση 2. απαρίθμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. κατ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»