-
1 κατηγορια
ион. κατηγορίη ἥ1) обвинениеκ. οὐδεμία προετέθη Thuc. — (против платейцев) не было выставлено никакого обвинения;
κατεγορίας ἔχειν ἐπί τινι Dem. — нести ответственность за что-л.2) филос. основной и всеобщий признак, категория(κατηγορίαι τοῦ ὄντος Arst.)
См. также в других словарях:
φιληγορία — και ποιητ. τ. φιληγορίη, ἡ, Α το να μιλά κανείς φιλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε ήγορος / ηγορία (< ἀγορά),… … Dictionary of Greek
υπηγορία — ἡ, ΜΑ 1. κατάλογος, κατάσταση 2. απαρίθμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. κατ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek