-
1 κατ-ευ-τελίζω
κατ-ευ-τελίζω, verstärktes εὐτελίζω, Plut. non posse suav. vivi sec. Epic. 15 u. a. Sp.
-
2 κατευτελιζω
См. также в других словарях:
κατεξευτελίζω — και καταξευτελίζω εξευτελίζω εντελώς, ταπεινώνω σε έσχατο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐξ ευτελίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αθανάσιο Χριστόπουλο] … Dictionary of Greek