-
1 κατ-ευρύνω
κατ-ευρύνω, breit machen, erweitern, E. M. 482, 10. – Bei Xen. de re equ. 4, 4 ist aus Poll. κρατύνω dafür hergestellt.
-
2 κατευρύνω
κατ-ευρύνω, breit machen, erweitern
См. также в других словарях:
ευρύς — εία ύ (ΑΜ εὐρύς, εῑα, ύ) 1. εκείνος που έχει αρκετή ή μεγάλη έκταση, τού οποίου τα άκρα ή οι πλευρές βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους, πλατύς, φαρδύς 2. διαδεδομένος (α. «ευρεία φήμη» β. «ευρεία αναγνώριση τής αξίας του» γ) «εὐρὺ κλέος») μσν.… … Dictionary of Greek