1 κατ-ευνήτειρα
κατ-ευνήτειρα, ἡ, fem. von κατ-ευνητής, ὁ, = κατευναστής, Paul. Sil. Ecphr. 578.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κατ-ευνήτειρα