-
1 κατ-ευνάζω
κατ-ευνάζω, niederlegen u. in Schlaf bringen; ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν Ἕκτωρ Eur. Rhes. 614; überte., besänftigen, stillen, lindern; den Schmerz, αἱμάδα ἠπίοισι φύλλοις Soph. Phil. 692; κατὰ δ' εὔνασε πόντον Ap. Rh. 1, 1155; ϑηρὸς ἐρωήν Opp. Cyn. 3, 374; auch vom Tode, Soph. Ant. 827, u. von der Sonne, Ἅλιον, ὃν αἰόλα Νὺξ τίκτει κατευνάζει τε Trach. 95; μόχϑων οὐδ' Ἀΐδης με κατεύνασεν Archi. 33 (VII, 278), wie παύω. – Pass. sich niederlegen zur Ruhe, ἐν τρητοῖσι κατεύνασϑεν λεχέεσσιν Il. 3, 448; übertr., ἔρως δοκῶν κατευνάσϑαι Plut. Anton. 36.
-
2 κατευνάζω
κατ-ευνάζω, niederlegen u. in Schlaf bringen; übertr., besänftigen, stillen, lindern; den Schmerz; auch vom Tode u. von der Sonne. Pass. sich niederlegen zur Ruhe
См. также в других словарях:
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
κατευνάζω — (AM κατευνάζω) ηρεμώ κάποιον ή κάτι, καταπραΰνω, ανακουφίζω, καθησυχάζω (α. «το φάρμακο αυτό κατευνάζει τους πόνους» β. «κατευνάζειν πόντον», Απολλ. Ρόδ.) μσν. αρχ. τοποθετώ κάποιον στην κλίνη, κοιμίζω (α. «ὃν αἰόλα νύξ... τίκτει κατευνάζει τε»,… … Dictionary of Greek