-
1 κατ-ερῡκάνω
κατ-ερῡκάνω, = Folgdm, Il. 24, 218, wie Orph. Arg. 645, l. d.
-
2 κατερύκω,
κατ-ερύκω, u. κατ-ερῡκάνω, zurückhalten, aufhalten, hindern -
3 κατερῡκάνω
κατ-ερύκω, u. κατ-ερῡκάνω, zurückhalten, aufhalten, hindern
См. также в других словарях:
ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ … Dictionary of Greek