-
1 κατ-επ-ᾴδω
κατ-επ-ᾴδω (s. ᾄδω), Einem vorsingen, bes. durch Gesang überwältigen, bezaubern; γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις Plat. Men. 80 a; κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεϑα Gorg. 483 e; π νευμάτων πονηρῶν D. Sic. 5, 31; beschwichtigen, Hel. 9, 2. – Auch τινός, Einem beständig Etwas vorsagen, Suid.; absolut, Hel. 7, 10.
-
2 κατ-ᾴδω
κατ-ᾴδω (s. ἀείδω), entgegen-, vorsingen, Clearch. Ath. XV, 697 f, gleichsam von oben herabsingen, Ael. H. A. 3, 1; bes. durch Vorsingen besänftigen, bezaubern, heilen, κατῇδε βάρβαρα μέλη μαγεύουσα Eur. I. T. 1337; καταείδοντες γόησι τῷ ἀνέμῳ οἱ μάγοι, den Wind besprechen, Her. 7, 191; γυνὴ ἥ σε κηλοῦσα καὶ κατᾴδουσα μαλϑακὸν ἀποδέδωκε D. Hal. 4, 29; καὶ καταφαρμακεύομαι Plut. reip. ger. praec. 26. – Mit Gesang erfüllen, durchtönen, Ael. V. H. 3, 1; κατᾴδων αὐτοῦ τὸ δεῖπνον καὶ καταϑέλγων αὐτόν, das Mahl durch Gesang erheitern, ib. 7, 2; τὰς λόχμας κατῇδον ὄρνιϑες Long. 1, 9; – κατᾴδομαι, ich lasse mir vorsingen, Luc. bis acc. 16.
-
3 κατᾴδω
κατ-ᾴδω, entgegen-, vorsingen, gleichsam von oben herabsingen; bes. durch Vorsingen besänftigen, bezaubern, heilen; καταείδοντες γόησι τῷ ἀνέμῳ οἱ μάγοι, den Wind besprechen. Mit Gesang erfüllen, durchtönen; κατᾴδων αὐτοῦ τὸ δεῖπνον καὶ καταϑέλγων αὐτόν, das Mahl durch Gesang erheitern; κατᾴδομαι, ich lasse mir vorsingen
См. также в других словарях:
κατάδω — κατᾴδω και καταείδω (Α) 1. (για πουλιά) α) κελαηδώ β) γεμίζω τον τόπο με το τραγούδι μου 2. τραγουδώ σύμφωνα με κάτι 3. τραγουδώ σύμφωνα με την επιθυμία κάποιου 4. ευχαριστώ ή γοητεύω κάποιον με το τραγούδι μου 5. τραγουδώ επωδή μαγείας 6.… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ БОГОСЛОВ — [Назианзин; греч. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ναζιανζηνός] (325 330, поместье Арианз (ныне Сиврихисар, Турция) близ Карвали (ныне Гюзельюрт), к югу от г. Назианза, Каппадокия 389 390, там же), свт. (пам. 25 янв., 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам … Православная энциклопедия
αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
κατεπάδω — κατεπᾴδω (Α) υποτάσσω, καταβάλλω κάποιον με ωδή ή με μαγεία («νέους λαμβάνοντες, ὥσπερ λέοντας, κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα», Πλάτ.) αρχ. 1. μιλώ σε κάποιον με λόγια γλυκά, καταπραϋντικά, κολακευτικά 2. τραγουδώ για να γοητεύσω,… … Dictionary of Greek