-
1 κατ-επιτηδεύω
κατ-επιτηδεύω, zu sorgfältig u. künstlich ausarbeiten, mit Schmuck die Rede überladen, D. Hal. iud. de Thue. 42, im Ggstz von ἀληϑεῖ τινι καὶ φυσικῷ χρώματι κεκνσμῆσϑαι.
-
2 κατεπιτηδεύω
κατ-επιτηδεύω, zu sorgfältig u. künstlich ausarbeiten, mit Schmuck die Rede überladen
См. также в других словарях:
επιτήδευση — η (AM ἐπιτήδευσις) [επιτηδεύω] υπερβολική ακρίβεια, εξεζητημένη συμπεριφορά, προσποιητός, πλαστός τρόπος («επιτήδευση ύφους ή ευγένειας») αρχ. μσν. επάγγελμα, αφοσίωση σε μια εργασία («τί τὰς λοιπὰς ἐπιτηδεύσεις ἐννοήσομεν;», Πλάτ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek