1 κατ-ελπισμός
κατ-ελπισμός, ὁ, Hoffnung, ἐμβάλλειν τινί, Pol. 3, 82, 8.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κατ-ελπισμός
2 κατελπισμός
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > κατελπισμός
3 κατελπισμος
Древнегреческо-русский словарь > κατελπισμος