-
1 κατ-είβω
κατ-είβω, poet. = καταλείβω, herabfließen lassen, vergießen; τί νυ δάκρυ κατείβετον Od. 21, 86; öfter in tmesi; ϑαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν Il. 24, 794; τί δάκρυον κατείβεται Ar. Lys. 127; τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, das abwärts, nach unten fließende, Od. 5, 185; κατείβετο αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ, das Leben verfloß, 5, 152; vgl. Ap. Rh. 3, 1131. – Durch-, überströmen, ἔρως με δ' αὖτε Κύπριδος ἕκατι κατείβων καρδίαν ἰαίνει Alcm. bei Ath. XIII, 600 f.
-
2 κατείβω
κατ-είβω, herabfließen lassen, vergießen; τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, das abwärts, nach unten fließende; κατείβετο αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ, das Leben verfloß. Durch-, überströmen
См. также в других словарях:
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek
κατείβω — (Α) (ποιητ. τ. τού καταλείβω) 1. αφήνω κάτι να χύνεται, να ρέει, χύνω, στάζω, σταλάζω («τί νυ δάκρυ κατείβετον», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. καταπλημμυρίζω («Ἔρος... κατείβων καρδίαν», Αλκμ.) 3. φρ. «κατείβετο γλυκὺς αἰών» κατέρρεε, περνούσε, παρήλθε η… … Dictionary of Greek
όχθοιβος — ὄχθοιβος, ὁ (Α) 1. πορφυρή ταινία μπροστά και στη μέση τού χιτώνα 2. περιλαίμιο («ὄχθοιβος ὅν... ἔχει ἐπὶ τῷ τραχήλῳ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο, αβέβαιης ετυμολ., που αναφέρεται στην ενδυμασία και εμφανίζει επίθημα βος (πρβλ.… … Dictionary of Greek