Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κατ-αΐσσω

См. также в других словарях:

  • κατάιξ — κατάϊξ, ἡ (Α) καταιγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄϊξ «ορμητική κίνηση» (< ἀΐσσω)] …   Dictionary of Greek

  • καταΐσσω — (Α) 1. φέρομαι με ορμή, ορμώ προς τα κάτω 2. (με αιτ.) διέρχομαι ορμητικά 3. μέσ. καταΐσσομαι ορμώ από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀΐσσω «πηδώ, ορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • καταίγδην — (Α) επίρρ. ορμητικά, βίαια, σφοδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αΐγ δην «ορμητικά» (< ἀΐσσω)] …   Dictionary of Greek

  • κατεπαΐσσω — (Α) συναθροίζω σε ομάδα, σχηματίζω σμήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπ αΐσσω «εφορμώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»