-
1 κατ-αΐσσω
κατ-αΐσσω, mit Ungestüm herabstürzen, herabfahren, wohin Einige aus Hom. rechnen als Tmesis βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα; ἔκ τινος Ap. Rh. 2, 224; Ggstz ἀναΐσσω, Hermes. Stob. ecl. phys. 1076; – c. acc., φρὴν φροντίσι κόσμον ἅπαντα καταΐσσουσα, durchstürmend, durcheilend, Empedocl. 299.
-
2 καταΐσσω
κατ-αΐσσω, mit Ungestüm herabstürzen, herabfahren; φρὴν φροντίσι κόσμον ἅπαντα καταΐσσουσα, durchstürmend, durcheilend
См. также в других словарях:
κατάιξ — κατάϊξ, ἡ (Α) καταιγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄϊξ «ορμητική κίνηση» (< ἀΐσσω)] … Dictionary of Greek
καταΐσσω — (Α) 1. φέρομαι με ορμή, ορμώ προς τα κάτω 2. (με αιτ.) διέρχομαι ορμητικά 3. μέσ. καταΐσσομαι ορμώ από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀΐσσω «πηδώ, ορμώ»] … Dictionary of Greek
καταίγδην — (Α) επίρρ. ορμητικά, βίαια, σφοδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αΐγ δην «ορμητικά» (< ἀΐσσω)] … Dictionary of Greek
κατεπαΐσσω — (Α) συναθροίζω σε ομάδα, σχηματίζω σμήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπ αΐσσω «εφορμώ»] … Dictionary of Greek