-
1 κατ-αίνεσις
κατ-αίνεσις, ἡ, das Versprechen, Zusage, sponsio; καταινέσεως οὕτω γενομένης Plut. Tib. Graech. 4.
-
2 συγ-κατ-αίνεσις
συγ-κατ-αίνεσις, ἡ, Beistimmung, Billigung, Sp.
-
3 καταίνεσις
κατ-αίνεσις, ἡ, das Versprechen, Zusage, sponsio -
4 καταινεσις
-
5 συγκαταίνεσις
συγ-κατ-αίνεσις, ἡ, Beistimmung, Billigung
См. также в других словарях:
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek