Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κατ-αχθής

См. также в других словарях:

  • υπεραχθής — ές, Α 1. βαρυφορτωμένος 2. πολύ βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ἐπ αχθής, κατ αχθής] …   Dictionary of Greek

  • καταχθής — καταχθής, ές (Α) 1. γεμάτος από κάτι, κατάφορτος («καταχθὴς καρποῑο», Άρατ.) 2. παραφορτωμένος 3. βαρύς («καταχθῆ λάαν» βαριά πέτρα, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. επ αχθής, υπερ αχθής] …   Dictionary of Greek

  • σεισάχθεια — Αρχαίος ελληνικός όρος. Η απαλλαγή από ένα βάρος, άχθος, και συγκεκριμένα από τους φόρους ή τα χρέη. Ο Σόλων είχε χορηγήσει σ. για την απόσειση από τους ώμους των πολιτών, ιδιαίτερα των καλλιεργητών, των χρεών. Δεν τα είχε αποσβέσει εντελώς, αλλά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»