-
1 κατ-αυλίζομαι
κατ-αυλίζομαι, sich lagern, niederlassen; νῦν μὲν καταυλίσϑητε, καὶ γὰρ εὐφρόνη Eur. Rhes. 518; κατηυλίσϑησαν ἐν τῷ πεδίῳ Xen. An. 7, 5, 15; Sp., die auch den aor. med. brauchen, Plut. Pyrrh. 27 Lys. 29. – Bei Soph. Phil. 30 ist ὅρα καϑ' ὕπνον μὴ καταυλισϑεὶς κυρῇ die Lesart der besten mss. für κατακλιϑείς, in die Höhle gegangen.
-
2 αυλιζομαι
размещаться на дворе, находиться под открытым небом(βόες αὐλιζόμεναι Hom.; ὄϊες κατ΄ αὐλὰς ηὐλίζοντο Theocr.; περὴ τέν λίμνην αὐλίζεται θηρία πτερωτά Her.; αὐ. καὴ διανυκτερεύειν Plut.)
τέν νύκτα ηὐλίσσντο Thuc. — они провели ночь на открытом воздухе -
3 αὐλίζομαι
αὐλίζομαι, [tense] aor. 1 ηὐλισάμην always in Th., as 4.13, 6.7, cf. ([etym.] κατ-) Plu. Tim.12; ηὐλίσθην always in X., as An.4.1.11, al.; both in Hdt., as 8.9 ([etym.] ἐν-), 9.15: late [tense] fut.Aαὐλισθήσομαι LXX To.6.10
: [tense] pf.ηὔλισμαι Arr. An.3.29.7
, J.BJ1.17.5:— lie in the αὐλή or courtyard,μυκηθμοῦ.. βοῶν αὐλιζομενάων Od.12.265
;κλαγγὴ.. συῶν αὐλιζομενάων 14.412
; take up one's abode, lodge, live in a place, ἐν ἄντρῳ, of sheep, Hdt. 9.93; περὶ τὴν λίμνην, of birds, 3.110, cf. Arist.HA 619a30;οἵοις ἐν πέπλοις αὐ. E.El. 304
;ἄδειπνος.. ηὐλιζόμην
passed the night,Eup.
322; esp. as military term, encamp, bivouac, Hdt.8.9: Medic., of blood, lodge or settle in a place, Aret.SA2.2 (nisi leg. ἁλισθέν): metaph.,τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός LXX Ps.29(30).6
.II [voice] Act., cause to dwell, ib.Je.38(31).9, D.Chr.35.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλίζομαι
-
4 καταυλίζομαι
Aκατηυλίσθην Hippon.63
(dub.l.), S.Ph.30, E. Rh. 518, X.An.7.5.15; laterκατηυλισάμην Plu.Pyrrh.27
, etc.:—to be under shelter of a hall, house, tent, ll.cc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταυλίζομαι
-
5 καταυλίζομαι
κατ-αυλίζομαι, sich lagern, niederlassen; κατακλιϑείς, in die Höhle gegangen -
6 καταυλιζομαι
(aor. med. κατηυλισάμην и aor. pass. κατηυλίσθην) располагаться на отдых, останавливаться для ночлега(ἐν τῷ πεδίῳ Xen.; περὴ Φιδήνας Plut.)
καθ΄ ὕπνον καταυλισθείς Soph. — покоящийся во сне, объятый сном
См. также в других словарях:
καταυλίζομαι — (Α καταυλίζομαι) (για στρατό ή άλλη ομάδα ανθρώπων στο ύπαιθρο) 1. σταθμεύω, καταλύω πρόχειρα, στρατοπεδεύω προσωρινά 2. είμαι κάτω από πρόχειρη στέγη, κατοικώ σε σκηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐλίζομαι «στρατοπεδεύω, διανυκτερεύω»] … Dictionary of Greek