-
1 κατ-ασθμαίνω
κατ-ασθμαίνω, wogegen anschnauben, vom Pferde, χαλινῶν, gegen den Zügel, Aesch. Spt. 375.
-
2 κατασθμαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασθμαίνω
-
3 κατασθμαίνω
κατ-ασθμαίνω, wogegen anschnauben, vom Pferde, χαλινῶν, gegen den Zügel -
4 κατασθμαινω
фыркать
См. также в других словарях:
κονταίνω — και κοντένω (Μ κονταίνω) 1. (μτβ.) α) κάνω κάτι πιο κοντό, βραχύνω («πρέπει να κοντύνεις το παντελόνι σου, γιατί τό πατάς») β) λιγοστεύω ή περιορίζω κάτι 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πιο κοντός («έπλυνα την μπλούζα και κόντυνε») β) λιγοστεύω, μειώνομαι… … Dictionary of Greek
ξεφυσώ — άω 1. αφήνω να περάσει από μέσα μου αέρας ή αέριο ορμητικά («το πιστόνι τής τρόμπας ξεφυσάει») 2. αναπνέω με δυσκολία μετά από τρέξιμο ή σωματική καταπόνηση, αγκομαχώ, λαχανιάζω, ασθμαίνω 3. αναστενάζω βαθιά 4. (κατ ευφ.) κλάνω, πέρδομαι. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek