-
1 καταρχαιρεσιάζω
A beat in an election, esp. by unfair means, τινα Plu.CG11:—metaph. in [voice] Pass., to be corrupted as by office, Longin.44.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρχαιρεσιάζω
-
2 καταρχαιρεσιαζω
См. также в других словарях:
καταρχαιρεσιάζω — (Α) 1. νικώ κάποιον στις εκλογές, ιδίως με άνομα μέσα 2. παθ. καταρχαιρεσιάζομαι διαφθείρομαι με δώρα, δεκάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρχαιρεσιάζω (< ἀρχαιρεσία «συνέλευση για εκλογή αρχών»)] … Dictionary of Greek