-
1 καταρτιζω
1) вновь приводить в порядок, восстанавливатьπάντα κ. ἐς τωὐτό Her. — привести все в прежнее состояние
2) умиротворять(Μιλησίους Her.; τὸν δῆμον Plut.)
3) исправлять, приводить в порядок, чинить(ναῦς Polyb.; τὰ δίκτυα NT.)
4) руководить, направлять, вести5) реже med. снаряжать, готовить(στόλον Polyb.)
σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν NT. — орудия гнева, готовые нести гибель6) снабжать, укомплектовывать(ναῦν πληρώματι ἐπιλέκτῳ Polyb.)
κ. τριήρεις Diod. — укомплектовывать триеры (людьми)
См. также в других словарях:
καταρτίζω — (AM καταρτίζω) παρασκευάζω κάποιον δίνοντάς του τα αναγκαία εφόδια και ιδίως γνώσεις σε ορισμένο κλάδο, εκπαιδεύω, εξασκώ («τόν κατάρτισε στα μαθηματικά») νεοελλ. ολοκληρώνω κάτι ώστε να είναι πλήρες, συγκροτώ σε ένα οργανικό σύνολο, οργανώνω (α … Dictionary of Greek