-
1 κατ-αρνέομαι
κατ-αρνέομαι, läugnen, φὴς ἢ καταρνεῖ μὴ δεδρακέναι τάδε Soph. Ant. 438.
-
2 καταρνέομαι
-
3 καταρνεομαι
отрицатьφῂς ἢ καταρνῇ μέ δεδρακέναι τάδε ; Soph. — ты признаешь или отрицаешь, что сделал это?
См. также в других словарях:
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek