-
1 καταρκεω
быть вполне достаточнымχώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα Her. — ни один край не является вполне самодовлеющим;
ἐμοὴ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Eur. — мне хватит одного дня;καταρκεῖ impers. Soph. — достаточно
См. также в других словарях:
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek