-
1 κατ-αργίζω
κατ-αργίζω, zaudern oder zögern lassen, σπουδὴ καταργίζει πόδα Aesch. Spt. 356, nach Hermann's Conj. für καταρτίζω.
-
2 καταργίζω
См. также в других словарях:
καταργίζω — (I) καταργίζω (Α) αναγκάζω κάποιον να αργοπορήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀργίζω (< ἀργός [II])]. (II) καταργίζω (Μ) 1. βρίζω, καταριέμαι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταργισμένος, η, ον αφορισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον αόρ. κατ ήργ ησα… … Dictionary of Greek