-
1 κατ-απο-λαύω
κατ-απο-λαύω (s. ἀπολαύω), zu Viel genießen, ausbrauchen, Sp.
-
2 καταπολαύω
κατ-απο-λαύω, zu viel genießen, ausbrauchen
См. также в других словарях:
λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… … Dictionary of Greek