-
1 κατ-ανδρίζομαι
κατ-ανδρίζομαι, sich als Mann zeigen, gegen Einen, ihn übermannen, τινός, Sp. u. VLL., die es καταπαλαῖσαι erkl.
-
2 κατανδρίζομαι
κατ-ανδρίζομαι, sich als Mann zeigen, gegen einen, ihn übermannen
См. также в других словарях:
κατανδρίζομαι — (AM) μσν. διαπράττω πράξεις θρασείες και ασεβείς αρχ. μάχομαι γενναία εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀνδρίζομαι] … Dictionary of Greek