-
1 κατ-αμέργω
κατ-αμέργω, abpflücken, Poll. 1, 225.
-
2 καταμέργω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμέργω
-
3 καταμέργω
См. также в других словарях:
αμοργός — Νησί (121,06 τ. χλμ., 1.873 κάτ.) των Κυκλάδων. Έχει μήκος 18 χλμ., πλάτος 3 έως 5 χλμ. και μήκος ακτών περίπου 112 χλμ. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Κρίκελος (822 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες φάβας, μήλων,… … Dictionary of Greek
καταμέργω — (Α) συνθλίβω, συμπιέζω για να συλλέξω τον χυμό («τὰς ἐλαίας καταμέργειν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμέργω «συμπιέζω»] … Dictionary of Greek