Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κατ-αλείφω

См. также в других словарях:

  • καταμυρίζω — (AM) μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταμυρισμένος και καταμεμυρισμένος ευωδιαστός αρχ. αλείφω κάτι με άφθονο μύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μυρίζω με σημ. «αλείφω με μύρο»] …   Dictionary of Greek

  • καταπισσώ — καταπισσῶ, όω και αττ. τ. καταπιττῶ, όω (Α) 1. καλύπτω με πίσσα, πισσώνω 2. μτφ. χρωματίζω κάποιον με μαύρο χρώμα, μαυρίζω 3. αλείφω με πίσσα και καίω κάποιον για τιμωρία 4. αλείφω με πίσσα το δέρμα για να κάνω αποτρίχωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) *… …   Dictionary of Greek

  • μυρώνω — (ΑΜ μυρῶ, όω, Μ και μυρώνω) [μύρον] αλείφω ή ραντίζω κάποιον ή κάτι με μύρο, αρωματίζω νεοελλ. 1. αναδίδω ευωδιά, ευωδιάζω («τα λουλούδια και τα χορτάρια τής γης εμύρωναν το λεπτό αυγερινό αεράκι», Κρυστ.) 2. παροιμ. «τό βαφτίζω, τό μυρώνω, άρα… …   Dictionary of Greek

  • μοιρολογώ — και μυρολογώ έω και άω (ΑΜ μοιρολογῶ, έω) (νεοελλ. μνσ.) 1. θρηνώ νεκρό με μοιρολόγια 2. εκφράζω τη λύπη μου για θλιβερό γεγονός με θρήνο αρχ. λέγω σε κάποιον τη μοίρα του, προλέγω σε κάποιον τα μέλλοντα να τού συμβούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολόγος… …   Dictionary of Greek

  • μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • γλείφω — (Μ γλείφω) σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι νεοελλ. Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο») 2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν») 3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι… …   Dictionary of Greek

  • καταφαρμακεύω — (AM) μσν. αρχ. δηλητηριάζω αρχ. 1. δίνω ορισμένες δόσεις φαρμάκων 2. αλείφω με φάρμακα ή με ψιμύθια 3. γοητεύω, μαγεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φαρμακεύω «συστήνω φάρμακο, δηλητηριάζω, μαγεύω»] …   Dictionary of Greek

  • μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… …   Dictionary of Greek

  • μορύσσω — (Α) 1. μολύνω, λερώνω, βρομίζω 2. αναμιγνύω, ανακατώνω 3. μωλύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μορύσσω και μόρυχος εμφανίζουν πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα *mor( u ) τής ΙΕ ρίζας *mer «σκούρα χρώματα, βρόμικη κηλίδα» (με παρέκταση u ) και συνδέονται πιθ. με… …   Dictionary of Greek

  • περιαλιφή — ἡ, Α επίχριση με ασβέστη, το ασβέστωμα, το άσπρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιαλείφω. Ο τ. ἀ λιφ ή, παρλλ. τού ἀλοιφή, εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ἀλείφω*, αν δεν πρόκειται βέβαια για εσφαλμένη γραφή (πρβλ. κατ αλιφή)] …   Dictionary of Greek

  • χραίνω — ΜΑ μιαίνω, μολύνω, κυρίως από ηθική άποψη («λέχη δὲ τοῡ θανόντος ἐν χεροῑν ἐμαῑν χραίνω», Σοφ.) αρχ. 1. αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου 2. χρωματίζω («γυναικὸς τέχνῃ ἐλέφαντα χραινούσης φοίνικι», Μάξ.) 3. αλείφω, επαλείφω («τῷ μὲν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»