-
1 κατ-αλέω
-
2 καταλέω
κατ-αλέω, zermahlen, zermalmen
См. также в других словарях:
αλώ — ἀλῶ ( έω) (Α) 1. (στον Όμηρο μόνο ως κατ αλῶ) συντρίβω, μεταβάλλω σε σκόνη, αλέθω 2. φρ. «βίος ἀληλεμένος», ζωή πολιτισμένη, άνετη (δηλ. πολιτιστική κατάσταση, όπου γίνεται χρήση αλεσμένου σιταριού και όχι καρπών στη φυσική τους κατάσταση).… … Dictionary of Greek
καταλέω — (Α) κατατρίβω, αλέθω καλά με τον χειρόμυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλέω «αλέθω»] … Dictionary of Greek