-
1 κατ-αζαίνω
κατ-αζαίνω, ganz austrocknen, ausdörren, eintrocknen lassen; γαῖα μέλαινα φάνεσκε, καταζήνασκε δὲ δαίμων Od. 11, 586; VLL. erkl. κατεξήρανεν.
-
2 καταζαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταζαίνω
-
3 καταζαίνω
κατ-αζαίνω, aor. iter. καταζήνασκε: make dry, dry up, Od. 11.587†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καταζαίνω
-
4 καταζαίνω
κατ-αζαίνω, ganz austrocknen, ausdörren, eintrocknen lassen -
5 καταζαινω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский