-
1 κατ-αγλαΐζω
κατ-αγλαΐζω, verstärktes simpler, Sp., μαρμαρυγῇς κάλλους νᾶμα κατηγλάϊσεν Agath. 24 (XI, 64).
См. также в других словарях:
καταγλαΐζω — καταγλαιζω (AM) παθ. καταγλαΐζομαι δοξάζομαι μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατηγλαϊσμένος, η, ον περίφημος, ξακουστός αρχ. 1. κάνω κάτι υπερβολικά λαμπρό, καταλαμπρύνω 2. παθ. ντύνομαι πολύ ωραία, στολίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγλαΐζω (<… … Dictionary of Greek