-
1 κατ-αγινέω
κατ-αγινέω, ion. = κατάγω; καταγίνεον Od. 10, 104; Her. 6, 75.
-
2 καταγινέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγινέω
-
3 καταγινεω
(impf. καταγίνεον)1) везти вниз, свозить(ἀπ΄ ὀρέων ὕλην Hom.)
2) выводить обратно, выманивать(τινα ἐξ ἱροῦ Her.)
См. также в других словарях:
καταγινέω — (Α) 1. κατεβάζω 2. επαναφέρω, ανακαλώ («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγινέω (εκτετ. επικ. και ιων. τ. τού ἄγω «οδηγώ, φέρω»)] … Dictionary of Greek