-
1 κατ-έλαιος
κατ-έλαιος, ölig, Archestrat. bei Ath. IX, 399 f.
-
2 κατέλαιος
См. также в других словарях:
κατέλαιος — κατέλαιος, ον (Α) (νια φαγητό) γεμάτος λάδι, λαδερός, ελαιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + έλαιος (< ἔλαιον), πρβλ. οπι έλαιος, φιλ έλαιος] … Dictionary of Greek