-
1 κατ-άχλῡσις
κατ-άχλῡσις, ἡ, Umnebelung, Verfinsterung.
-
2 κατάχλῡσις
κατ-άχλῡσις, ἡ, Umnebelung, Verfinsterung
См. также в других словарях:
κατάχλυσις — κατάχλυσις, ύσεως, ἡ (Μ) ζόφωση, επισκότηση, σκοτείνιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄχλυσις (< ἀχλύω «σκοτεινιάζω»)] … Dictionary of Greek