-
1 κατιδων
part. к κατεῖδον -
2 κατιδών
-
3 κατιδῶν
-
4 κατιδών
κατεῖδονlook down: aor part act masc nom sg -
5 κατιδών
см. καθ—οράω -
6 κατεῖδον
κατεῖδον, inf. κατῐδεῖν, part. κατῐδών, [tense] aor. 2 with no [tense] pres. in use, καθοράω being used instead:—II c. acc., look down upon, view,τὰς νήσους ἁπάσας ἐν κύκλῳ Ar.Eq. 170
.2 see, behold, regard, Thgn.905, A.Pers. 1026 (lyr.); catch sight of,τὰς νέας Hdt.7.194
, cf. E.Supp. 1044; κατιδεῖν βίον to live, A.Ag. 474 (lyr.).3 of mental vision, perceive, discern, S.OT 338, Pl.Euthphr.2c.III [voice] Med.in act.sense, [tense] aor. 2 κατειδόμην, inf.κατιδέσθαι, τι Hdt.4.179
, 7.208, S.El. 892, etc.;κατιδέσθαι ἔς τι Hdt.5.35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεῖδον
-
7 κλῆσις
κλῆσις, ἡ, das Rufen, der R uf, die Einladung; κατιδών με πόῤῥωϑεν ἐκάλεσε καὶ παίζων ἅμα τῇ κλήσει Plat. Conv. 172 a; Xen. Cyr. 3, 2, 14; Einladung zum Gastmahl, Conv. 1, 7, wie κλήσεις δείπνων Plut. Pericl. 7; so αἱ ἐπιφανεῖς κλήσεις Parmenisc. bei Ath. IV, 156 d; ähnl. κλῆσις εἰς τὸ πρυτανεῖον Dem. 19, 32; – das zu Hülfe Rufen, Pol. 2, 50, 7. – Bes. Vorladung vor Gericht, τὴν κλῆσιν εἰς δύ' ἡμέρας ἔϑηκεν Ar. Nubb. 1189, wie ἀπόφευξιν δίκης ἢ κλῆσιν 875; ἀφιέναι τὰς κλήσεις Xen. Hell. 1, 7, 83; τὰς κλήσεις καλεῖσϑαι, ὅσας ἔδει Antiph. 6, 38, u. sonst bei den Rednern. – Benennung, Name, ἀγγεῖον μιᾷ κλήσει προςφϑεγγόμεϑα Plat. Crat. 287 e, u. öfter in diesem Dialog, wie bei den Grammatikern. – Bei D. Hal. sind κλήσεις wie καλέσεις die röm. classes, vgl. 4, 18 ἐγένοντο συμμορίαι ἕξ, ἃς καλοῠσι Ῥωμαῖοι κλάσεις, κατὰ τὰς Ἑλληνικὰς κλήσεις παρονομάσαντες.
-
8 ἐκ-κατ-εῖδον
ἐκ-κατ-εῖδον, von Etwas herabsehen, Περγάμου ἐκκατιδών Il. 4, 508 (Wolf ἐκ κατιδών getrennt); Qu. Sm. 8, 430.
См. также в других словарях:
κατιδῶν — κατά ἰδέω know pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατιδών — κατεῖδον look down aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
видѣти — ВИ|ДѢТИ (видѣти6000), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Видеть, воспринимать зрением: мь||глоу видѩть [пьяницы] въ очию и оутапаѭть. (βλέπουσι) Изб 1076, 266 266 об.; Врата небесьнаѩ възьмѣтесѩ видѩще. двьрь вышьнѩаго. въходѩщоу съ славою. Стих 1156 1163, 98;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ενόν — το (AM ἐνόν) (ουδ. μτχ. τού ρήματος ένειμι που λαμβάνεται ως ουσ.) 1. δυνατόν («κατά το ενόν») 2. στον πληθ. τα ενόντα τα υπάρχοντα, τα πρόχειρα εφόδια («εκ τών ενόντων» απ όσα βρίσκονται πρόχειρα, από τα υπάρχοντα) αρχ. τὰ ἐνόντα 1. φορτίο ή… … Dictionary of Greek
κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… … Dictionary of Greek
ολισθαίνω — (ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω) 1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα αρχ. 1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω… … Dictionary of Greek