-
1 κατηφεια
эп.-ион. κατηφείη ἥ1) стыд, позор, бесславие(κ. καὴ ὄνειδος Hom.)
κατεφείην σοι αὐτῷ Hom. — к твоему собственному стыду2) уныние, подавленность(δισθυμία καὴ κ. Plut.; ἥ χάρα εἰς κατήφειαν μετατραπήτω NT.)
-
2 κατήφεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατήφεια
-
3 κατήφεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατήφεια
-
4 κατήφεια
η угрюмость, хмурость;унылый вид, хмурое лицо -
5 κατήφεια
уныние, подавленность, печаль.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατήφεια
-
6 2726
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2726
См. также в других словарях:
κατηφείᾳ — κατηφείᾱͅ , κατήφεια dejection fem dat sg (attic doric aeolic) κατηφείᾱͅ , κατήφεια dejection fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατήφεια — dejection fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατήφεια — η (AM κατήφεια, Α ιων. και επικ. τ. κατηφείη και κατηφίη) [κατηφής] η κατάσταση ή η όψη τού κατηφούς, ακεφιά, δυσθυμία, βαρυθυμία, σκυθρωπότητα, κατσουφιά («διά τούτο έκλινε προς την κατήφειαν και ήτο σιωπηλός», Καλλιγ.) αρχ. θλίψη που προκαλεί… … Dictionary of Greek
κατήφεια — η σκυθρωπότητα, κατσούφιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατηφείας — κατηφείᾱς , κατήφεια dejection fem acc pl κατηφείᾱς , κατήφεια dejection fem gen sg (attic doric aeolic) κατηφείᾱς , κατήφεια dejection fem acc pl (epic ionic) κατηφείᾱς , κατήφεια dejection fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφείαις — κατήφεια dejection fem dat pl κατήφεια dejection fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφείης — κατήφεια dejection fem gen sg (epic ionic) κατήφεια dejection fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφείῃσιν — κατήφεια dejection fem dat pl (epic ionic) κατήφεια dejection fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατήφειαι — κατήφεια dejection fem nom/voc pl κατήφεια dejection fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφείη — κατήφεια dejection fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφείην — κατήφεια dejection fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)