-
1 καταπλεως
2, v. l. κατάπλεος 2 и 3переполненный, изобилующий(ὀργάνων παντοδαπῶν Plut.)
πολλῶν ἀκοντισμάτων κ. Plut. — пронзенный множеством копий;κ. γῆς καὴ αἵματος Xen. — весь в земле (грязи) и в крови
См. также в других словарях:
πλέως — πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α 1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ. β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ. γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ. δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ. ε.… … Dictionary of Greek
ημίπλεως — ἡμίπλεως, ων (Α) κατά το ήμισυ πλήρης, μισογεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλεως (< πίμπλημι), πρβλ. έμ πλεως, υπέρ πλεως] … Dictionary of Greek
περίπλεος — και ποιητ. τ. περίπλειος, ον και περίπλεως, ων, Α 1. ο τελείως γεμάτος από κάτι, κατάμεστος («ὡς δὲ εἶδον τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», Θουκ.) 2. υπεράριθμος, περιττός 3. πλήρης, μεστός («περίπλεω νεφροί», Αριστοτ.) 4. αυτός που περιβάλλεται … Dictionary of Greek
πλειών — ῶνος, ὁ, Α πλήρης χρόνος ή χρονική περίοδος, έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλειών παραδίδεται από τον Ησύχιο με σημ. «πλείων ὁ ἐναιαυτός ἀπὸ τούς καρπούς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι». Πολλοί έδωσαν στη λ. τη σημ. «καρπός, σπόρος» και τήν συνέδεσαν με τον τ. που… … Dictionary of Greek