-
1 καταγλωσσος
атт. κατάγλωττος 21) болтливый Gell.2) пересыпанный малоупотребительными словами, написанный нарочито темным языком(ποιήματα Luc., Anth.)
См. также в других словарях:
πυρσοφορόγλωσσοι — oἱ, Μ προσωνυμία τών αποστόλων κατά την ημέρα τής Πεντηκοστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσοφόρος + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. κακό γλωσσος] … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek