Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κατά-γλωσσος

См. также в других словарях:

  • πυρσοφορόγλωσσοι — oἱ, Μ προσωνυμία τών αποστόλων κατά την ημέρα τής Πεντηκοστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσοφόρος + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. κακό γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»