Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατάχαλκος

См. также в других словарях:

  • κατάχαλκος — κατάχαλκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλυφθεί με χαλκό ή με ορείχαλκο, επιχαλκωμένος 2. αυτός που ακτινοβολεί από τον απαστράπτοντα χαλκό («κατάχαλκον άπαν πεδίον άστράπτει» ακτινοβολεί όλη η πεδιάδα από τα λαμπερά όπλα, Ευρ.) 3. ενισχυμένος με… …   Dictionary of Greek

  • κατάχαλκος — overlaid with bronze masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάχαλκον — κατάχαλκος overlaid with bronze masc/fem acc sg κατάχαλκος overlaid with bronze neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχάλκων — κατάχαλκος overlaid with bronze masc/fem/neut gen pl καταχαλκόω cover imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καταχαλκόω cover imperf ind act 1st sg (doric aeolic) καταχαλκόω cover imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καταχαλκόω cover imperf ind act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάχαλκα — κατάχαλκος overlaid with bronze neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»