-
1 καταρτυσις
См. также в других словарях:
κατάρτυσις — κατάρτυσις, ἡ (Α) [καταρτύω] 1. η άσκηση, η εκγύμναση, η αγωγή («τοὺς τραχυτάτους πώλους ἀρίστους ἵππους γίγνεσθαι... ὅταν ἧς προσήκει τύχωσι παιδείας καὶ καταρτύσεως», Πλούτ.) 2. η επεξεργασία, η κατασκευή … Dictionary of Greek
κατάρτυσις — training fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρτύσιος — κατάρτυσις training fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρτυσιν — κατάρτυσις training fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρτύσεως — καταρτύσεω̆ς , κατάρτυσις training fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)