Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατάρτυσις

См. также в других словарях:

  • κατάρτυσις — κατάρτυσις, ἡ (Α) [καταρτύω] 1. η άσκηση, η εκγύμναση, η αγωγή («τοὺς τραχυτάτους πώλους ἀρίστους ἵππους γίγνεσθαι... ὅταν ἧς προσήκει τύχωσι παιδείας καὶ καταρτύσεως», Πλούτ.) 2. η επεξεργασία, η κατασκευή …   Dictionary of Greek

  • κατάρτυσις — training fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτύσιος — κατάρτυσις training fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάρτυσιν — κατάρτυσις training fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτύσεως — καταρτύσεω̆ς , κατάρτυσις training fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»