Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατάπτυστος

См. также в других словарях:

  • κατάπτυστος — to be spat upon masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπτυστος — η, ο (Α κατάπτυστος, ον) [καταπτύω] άξιος εμπτυσμού, άξιος περιφρόνησης, αχρείος. επίρρ... καταπτύστως και α με κατάπτυστο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • καταπτύστως — κατάπτυστος to be spat upon adverbial κατάπτυστος to be spat upon masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπτυστον — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem acc sg κατάπτυστος to be spat upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτύστοις — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτύστου — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτύστους — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτύστων — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτύστῳ — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπτυστα — κατάπτυστος to be spat upon neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπτυστε — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»