-
1 καταπτυστος
2, Anacr. 3достойный оплевания, презренный, отвратительный(αἱ κόραι = Γοργόνες, πάθος Aesch.)
ὦ κατάπτυστον κάρα! Eur. — о, презренная тварь!
См. также в других словарях:
κατάπτυστος — to be spat upon masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπτυστος — η, ο (Α κατάπτυστος, ον) [καταπτύω] άξιος εμπτυσμού, άξιος περιφρόνησης, αχρείος. επίρρ... καταπτύστως και α με κατάπτυστο τρόπο … Dictionary of Greek
καταπτύστως — κατάπτυστος to be spat upon adverbial κατάπτυστος to be spat upon masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπτυστον — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem acc sg κατάπτυστος to be spat upon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπτύστοις — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπτύστου — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπτύστους — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπτύστων — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπτύστῳ — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπτυστα — κατάπτυστος to be spat upon neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπτυστε — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)