-
1 καταπλεως
2, v. l. κατάπλεος 2 и 3переполненный, изобилующий(ὀργάνων παντοδαπῶν Plut.)
πολλῶν ἀκοντισμάτων κ. Plut. — пронзенный множеством копий;κ. γῆς καὴ αἵματος Xen. — весь в земле (грязи) и в крови -
2 καταπλεος
См. также в других словарях:
κατάπλεως — κατάπλεως, ων (Α) (αττ. τ.) βλ. κατάπλεος … Dictionary of Greek
κατάπλεως — κατάπλεω̆ς , κατάπλεος quite full adverbial κατάπλεω̆ς , κατάπλεος quite full masc/fem nom pl κατάπλεω̆ς , κατάπλεος quite full masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπλεος — κατάπλεος, ον και αττ. τ. κατάπλεως, ων (Α) 1. εντελώς γεμάτος από κάτι 2. γεμάτος ρύπους, ρυπαρός, κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλεος / πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. εκ … Dictionary of Greek