Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κατάξηρος

См. также в других словарях:

  • κατάξηρος — very dry masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάξηρος — και κατάξερος, η, ο (AM κατάξηρος, ον) εντελώς ξηρός νεοελλ. μτφ. μόνος, χωρίς συγγενείς και φίλους, ολομόναχος («τώρα που έφυγαν τα παιδιά του έμεινε κατάξερος μέσα στο έρημο σπίτι») αρχ. 1. ναρκωμένος, αναίσθητος, χωρίς σφρίγος («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ …   Dictionary of Greek

  • καταξήρως — κατάξηρος very dry adverbial κατάξηρος very dry masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάξηρον — κατάξηρος very dry masc/fem acc sg κατάξηρος very dry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξήροις — κατάξηρος very dry masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξήρου — κατάξηρος very dry masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξήρους — κατάξηρος very dry masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξήρων — κατάξηρος very dry masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξήρῳ — κατάξηρος very dry masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάξηρα — κατάξηρος very dry neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάξηροι — κατάξηρος very dry masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»