-
1 καταξηρος
21) высохший, пересохший(ἥ γλῶττα Arst.)
2) изнуренный, изнемогший (sc. διὰ τὸν πόνον Plut.)
См. также в других словарях:
κατάξηρος — very dry masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάξηρος — και κατάξερος, η, ο (AM κατάξηρος, ον) εντελώς ξηρός νεοελλ. μτφ. μόνος, χωρίς συγγενείς και φίλους, ολομόναχος («τώρα που έφυγαν τα παιδιά του έμεινε κατάξερος μέσα στο έρημο σπίτι») αρχ. 1. ναρκωμένος, αναίσθητος, χωρίς σφρίγος («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ … Dictionary of Greek
καταξήρως — κατάξηρος very dry adverbial κατάξηρος very dry masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάξηρον — κατάξηρος very dry masc/fem acc sg κατάξηρος very dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταξήροις — κατάξηρος very dry masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταξήρου — κατάξηρος very dry masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταξήρους — κατάξηρος very dry masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταξήρων — κατάξηρος very dry masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταξήρῳ — κατάξηρος very dry masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάξηρα — κατάξηρος very dry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάξηροι — κατάξηρος very dry masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)