-
1 κατάμονος
κατάμονοςpermanent: masc /fem nom sg -
2 κατάμονος
κατάμονος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάμονος
-
3 κατάμονον
κατάμονοςpermanent: masc /fem acc sgκατάμονοςpermanent: neut nom /voc /acc sg -
4 καταμόνους
κατάμονοςpermanent: masc /fem acc pl -
5 καμμονίη
Grammatical information: f.Meaning: `perseverance, succesful defence' (Χ 257, Ψ 661, APl.; on the meaning Trümpy Fachausdrücke 201f.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: - With Aeolic treatment of the preposition for *καταμονίη, either as abstract to κατάμονος (hell.) or with metrically conditioned change of suffix for *καμμονή = καταμονή (hell.); to καταμένειν. - Cf. κάμμορος.Page in Frisk: 1,772-773Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καμμονίη
См. также в других словарях:
κατάμονος — κατάμονος, η, ο και καταμόναχος, η, ο ολότελα μόνος, ολομόναχος: Μένει στο διαμέρισμα κατάμονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάμονος — permanent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάμονος — η, ο (Α κατάμονος, ον, θηλ. και η) νεοελλ. εντελώς μόνος, ολομόναχος αρχ. μόνιμος, χρόνιος, διαρκής … Dictionary of Greek
κατάμονον — κατάμονος permanent masc/fem acc sg κατάμονος permanent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμόνους — κατάμονος permanent masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμμονίη — καμμονίη, ἡ (Α) (επικ. τ. αντί καταμονή) η επιμονή στη μάχη και η νίκη που προέρχεται από την επιμονή αυτή («εἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται είτε < *καταμονίη (< κατάμονος < καταμένω), με αιολ. αποκοπή … Dictionary of Greek
καταμόναχος — η, ο κατάμονος, ολομόναχος … Dictionary of Greek
μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek
οιόθεν — (I) οἰόθεν (Α) 1. επίρρ. από ένα μόνο μέρος, δηλ. μόνος, κατά μόνας, με τον εαυτό του 2. φρ. «οἰόθεν οἶος» ολομόναχος, κατάμονος (Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + επιρρμ. κατάλ. –θεν (πρβλ. άλλο θεν)]. (II) οἰόθεν (Α) επίρρ. από τον… … Dictionary of Greek
ολομόναχος — η, ο εντελώς μόνος, κατάμονος … Dictionary of Greek
Στίρνερ, Μαξ — (Stirner). Ψευδώνυμο του Johann Caspar Schmidt, Γερμανού φιλόσοφου, εκπρόσωπου της λεγόμενης ελεγιανής αριστεράς (Μπαϋρόντ 1806 Βερολίνο 1856). Μαθητής του Χέγκελ, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ρόλο της θρησκείας στην κοινωνία. Στο πιο γνωστό έργο… … Dictionary of Greek