Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατάμοιχος

См. также в других словарях:

  • κατάμοιχος — κατάμοιχος, ὁ (Α) αυτός που έχει επανειλημμένα διαπράξει το αδίκημα τής μοιχείας …   Dictionary of Greek

  • κατάμοιχοι — κατάμοιχος adulterer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμοιχεύω — (Α) [κατάμοιχος] παρασύρω σε μοιχεία, διαφθείρω …   Dictionary of Greek

  • καταμοιχώμαι — καταμοιχῶμαι, άομαι (Α) [κατάμοιχος] διαπράττω μοιχεία …   Dictionary of Greek

  • μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»