Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατάγνωσις

См. также в других словарях:

  • κατάγνωσις — κατάγνωσις, ἡ (Α) [καταγιγνώσκω] 1. περιφρόνηση, αποδοκιμασία («αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῑοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους», Θουκ.) 2. μομφή, κατηγορία 3. δυσμενής κρίση, καταδίκη («τὴν κατάγνωσιν τοῡ θανάτου», Ξεν.) 4. η… …   Dictionary of Greek

  • κατάγνωσις — thinking ill of fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγνώσει — κατάγνωσις thinking ill of fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταγνώσεϊ , κατάγνωσις thinking ill of fem dat sg (epic) κατάγνωσις thinking ill of fem dat sg (attic ionic) καταγιγνώσκω remark fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγνώσεις — κατάγνωσις thinking ill of fem nom/voc pl (attic epic) κατάγνωσις thinking ill of fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγνώσεσι — κατάγνωσις thinking ill of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγνώσεσιν — κατάγνωσις thinking ill of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγνωσιν — κατάγνωσις thinking ill of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • υποκατάγνωσις — ώσεως, ἡ, Α καταδίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κατάγνωσις «καταδίκη»] …   Dictionary of Greek

  • ԸՍՏԳԻՒՏ — (ի, ից.) NBH 1 0787 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. κατάγνωσις reprehensio, improbatio, damnatio ἕγκλημα crimen, culpa, accusatio որ եւ գրի նովին հնչմամբ ՍՏԳԻՒՏ. իբր Ըստգտանք. արատ գտեալ. եւ Արատ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄԵՂԱԴՐԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0246 Chronological Sequence: 5c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. κατάγνωσις, μέμψις reprehensio, inculpatio, incusatio, querimonia ἑπιτίμησις increpatio. Մեղադրելն, իլն. մեղադրութիւն. յանդիմանութիւն. ստգտանք. բամբասանք. *Ոչ ազատ ʼի մեղադրանաց.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»