-
1 καταβορρος
См. также в других словарях:
κατάβορρος — κατάβορρος, ον (Α) αυτός που προφυλάσσεται από τον βοριά στρεφόμενος προς τον νότο («ὁ δὲ τόπος οὗτος... πρὸς νότον ἐτέτραπτο, ἀπὸ τῶν ἄρκτων κατάβορρος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βορρος (< Βορέας), πρβλ. πρόσ βορρος, υπο παρά βορρος] … Dictionary of Greek
κατάβορρος — sheltered from the north masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβόρροις — κατάβορρος sheltered from the north masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβόρειος — καταβόρειος, ον (Α) κατάβορρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βόρειος (< βόρειος), πρβλ. δια βόρειος, υπερ βόρειος] … Dictionary of Greek