-
1 ἐπι-στέλλω
ἐπι-στέλλω, 1) zuschicken, hinschicken, ἐπιστολάς, γράμματα, Sp.; – durch Briefe od. Boten melden, an Einen schreiben, od. ihm sagen lassen, berichten, τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι Her. 7, 239; ἐπιστέλλει περὶ αὐτοῦ ἐς Λακεδαίμονα ὡς ἀδικοῠντος Thuc. 8, 38; κρύφα ἐπιστείλας ὅτι ibd. 50; τὰ ἐπισταλέντα ἐκ Σάμου 8, 50; Plat. Epist. u. Sp., bes. Hdn. oft; τὰ ἐπεσταλμένα, den Brief, Plat. ep. VII, 337 d; Plut. Art. 21; Hdn. 7, 6, 9. – 2) auftragen, befehlen, Aesch. Eum. 196; αἷς ἐπέσταλται τέλος Ag. 882; πρᾶσσε τἀπεσταλμένα Ch. 768; τοὺς αὐτοέντας χειρὶ τιμωρεῖν Soph. O. R. 106, ἐπέστειλεν φράσαι Ar. Nubb. 608; in Prosa, Her. 6, 3, καί μοι ἐκ βασιλέος ὧδε ἐπέσταλται 6, 97, ἐπιστείλαντες τὰ πρέποντα εἰπεῖν ἀπέπεμψαν Thuc. 8, 72, ἀπήγγειλαν τὰ ἐπεσταλμένα 3, 4, κατὰ τὰ ἐπεσταλμένα ὑπὸ Δημοσϑένους nach dem Vefehle des Dem., 4, 8; ἐπεστάλκει Ἀδουσίῳ συμμίξαντα ἄγειν Xen. Cyr. 7, 4, 41, κατὰ τὰ ἐπεσταλμένα ὑπ ὸ τοῦ βασιλικοῠ λόγου Plat. Soph. 235 b; Folgde. – Bei Christod. ecphr. 140 ist φᾶρος ἐπιστείλασα = ὑποστείλασα, aufschürzen, oder darüberziehen.
-
2 ἐπιστέλλω
A send to, ;τοῖσι Ἕλλησι Id.7.239
;ἡδίω.. ἂν εἶχον ὑμῖν.. ἐπιστέλλειν Th. 7.14
;ἐ. ἐπιστολάς τινι D.4.37
, cf. Pl.Ep. 363b; send a message, ; esp. by letter, write word,τοιαῦτα Lys.20.27
; περί τινοςὡς ἀδικοῦντος Th.8.38
; ἐ. ὅτι.. ib.50,99; τὰ ἐπισταλέντα ἐκ τῆς Σάμου the news received from Samos, ib.50;τὰ ὑπό τινος ἐπεσταλμένα Plu.Art.21
.2. enjoin, command,τισί τι Th.5.37
; τὸν ἄγγελονἐπιστείλας ταῦτα ἔπεμψε X.Cyr.2.4.32
; τινὶ περί τινος ib.4.5.34: c.inf.,ἐ. τινὶ ἀπίστασθαι Hdt.6.3
;τινὶ ἐκμαθεῖν E.Ph. 863
; ὁ Κῦροςαὐτῷ ἐπέστελλε πρὸς Πέρσας λέγειν X.Cyr.4.5.26
; also ἐ. τινὰ ποιεῖν τι S.OT 106, X.Cyr.5.5.1: without any case, give orders to do, A. Eu. 205, Th.8.72, etc.; give orders in writing, Thphr.Char.24.13:— [voice] Pass., ἔφη οὐδέν οἱ ἐπεστάλθαι ἄλλο ἢ ἀπαλλάσσεσθαι he had received orders to.., Hdt.4.131; ; αἷς ἐπέσταλται τέλος to whom the office has been committed, A.Ag. 908, cf. Eu. 743;τἀπεσταλμένα Id.Ch. 779
;κατὰ τὰ ἐ. ὑπὸ Δημοσθένους Th.4.8
; ἀξιῶ ἐπισταλῆναί τισι c.inf., PRyl.121.13 (ii A.D.): with personal construction, ταῦτα ἐπεσταλμένοι having received these instructions, Th.5.37: in later writers, usu. of orders given in writing, Act.Ap.15.20, 21.25, SIG837.14 (ii A.D.), etc.; of orders for payment, POxy. 1304 (ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστέλλω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий