-
1 ιλη
дор. ἴλᾱ, ион. εἴλη (ῑ) ἥ(εὔφρονες ἶλαι Pind.)
2) стая(λεόντων Eur.)
3) воен. (тж. ἴ. ἱππέων Plut.) ила, отряд (преимущ. конный, численностью ок. 60 человек) -
2 επιπαρειμι
I[εἰμί]1) (с кем-л.) быть вместе, находиться рядомᾔσθοντο τοὺς μετ΄ Ἀριστέως ἐπιπαρόντας Thuc. — они узнали, что войско Аристея близко
2) быть на месте, присутствоватьἄλλου τινὸς ἐπιπαρόντος Luc. — если присутствовал кто-л. другой
II[εἶμι] воен.1) прибывать, являться (на место)εἴ που δέοι τι τῆς φάλαγγος, ἐπιπαρῇσαν οὗτοι (v. l. ἐπιπαρῆσαν - к ἐπιπάρειμι 1) Xen. — если где-л. возникала какая-л. надобность в фаланге, они становились на (свои) места
2) проходить, обходить(τὸ στρατόπεδον Thuc.; κατὰ πρόσωπον τὰς τάξεις Polyb.)
3) проходить вдоль, идти параллельноπορευόμενοι οἱ μὲν τῇ ὁδῷ κατὰ τοὺς γηλόφους, οἱ δὲ κατὰ τὸ ὄρος ἐπιπαριόντες Xen. — причем одни двигались по дороге вдоль холмов, другие же следовали параллельно (первым) вдоль горы
4) подступать, заходить сбоку, нападать с фланга5) приходить на помощь -
3 ταξις
- εως, ион. ιος ἥ1) воен. построение, расположение, боевые позиции, боевой порядок, строй(τῆς ἵππου καὴ τῶν ἀκοντιστῶν Thuc.; κατὰ τάξιν ναυμαχεῖν Her.)
2) воен. линия, рядἡ πρώτη τ. Lys. — первый ряд;
ἐπὴ τάξις πλεῦνας κεκοσμημένοι Her. — построенные многими рядами3) воинская часть, отряд, колонна(Xen.; σὺν ἑπτὰ τάξεσιν Soph.)
4) место в строю, пост5) должность, званиеοἰκέτου τάξιν ἔχειν Dem. — исполнять роль слуги;
ἐν ἐχθροῦ τάξει Dem. — будучи врагом;ἐν φθόνου τάξει ποιεῖν τι Dem. — делать что-л. из зависти6) (рас)порядок, устройство, организация(τοῦ ὅλου Xen.)
ἥ Λακωνικέ τ. Arst. — лаконская конституция;τ. τῆς ὑδρείας Plat. — порядок водоснабжения;αἱ τάξεις τοῦ φόρου Xen. — нормы податного обложения;εἰς τάξιν ἄγειν ἐκ τῆς ἀταξίας Plat. — из беспорядочного состояния перевести в упорядоченное;διὰ τάξεως и ἐν τάξει Plat. — в определенном порядке, регулярно;ἐν τῇ τάξει τῆς ἐφημερίας αὐτοῦ NT. — в порядке очереди, согласно дневному расписанию;κατὰ τέν τάξιν τοῦ νόμου Plat. — в законном порядке;εὐσχημόνως καὴ κατὰ τάξιν NT. — благопристойно и чинно -
4 ακριβοω
1) точно знать(τι Plat., Xen.)
οἱ τάδ΄ ἠκριβωκότες Eur. — знатоки этого дела2) обстоятельно излагатьταῦτα ἐν τοῖς περὴ Καμίλλου μᾶλλον ἀκριβοῦται Plut. — это более подробно изложено в рассказе о Камилле
3) выстраивать в строгом порядке, строго выравнивать(τὰς τάξεις Xen.; στέγην Eur.)
4) прилаживать(τοὺς πώγωνας Arph.)
5) точно выполнятьἀ. πάντα τὰ παρά τινος Xen. — точно выполнять все данные кем-л. распоряжения
6) тщательно исследовать(περί τι Arst. и περί τινος NT.)
7) делать совершенным(ξύνεσις ἠκριβωμένη Arph.)
ἠκριβῶσθαι πρός τι Arst. — достигнуть совершенства в чем-л.8) точно соответствовать(περί τι Arst.)
9) обладать совершенством -
5 διασκηναω...
διασκηνάω...διασκηνέω, διασκηνάω1) размещать по палаткам, расквартировывать2) располагаться по палаткам3) уходить из (царской) палатки, расходиться(μετὰ τὸ δεῖπνον Xen.)
-
6 διασκηνεω
διασκηνέω, διασκηνάω1) размещать по палаткам, расквартировывать2) располагаться по палаткам3) уходить из (царской) палатки, расходиться(μετὰ τὸ δεῖπνον Xen.)
-
7 καταθεαομαι
(εᾱ)1) сверху смотреть, взирать, наблюдать2) устремлять взор3) обозревать, осматривать(τέν χώραν, τὰς τάξεις Xen.)
4) следить, наблюдать(φορὰς ἄστρων Plut.)
-
8 καταλοχιζω
воен.1) производить разбивку, разделять(εἰς τάξεις Diod.; εἰς ἀγέλας Plut.)
2) распределять(εἰς τοὺς ὁπλίτας Plut.)
-
9 κατασπαω
1) стаскивать(τινα τῶν τριχῶν Arph.; τινα ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.; τινα τοῦ ποδός Luc.)
2) стаскивать (спускать) на воду(τὰς νῆας Her.; πολλὰς τῶν τριήρων Plut.)
3) (тж. κ. κάτω Arst.) тянуть книзу, оттягивать(μολυβδὴς ὥστε δίκτυον Plut.)
τὰ κατασπώμενα καὴ τὰ ἀνασπώμενα ἐν τοῖς σώμασι Xen. — опущенные и поднятые члены тела (у статуй);τὰ σημεῖα κατεσπάσθη Thuc. — знамена (в знак поражения) опустились;ὀφρύες κατεσπασμέναι Arst. — нахмуренные брови;κατασπᾶσθαι ἐς ὕπνον Luc. — чувствовать непреодолимое желание спать4) проглатывать(τὰς χόλικας Arph.)
5) опрокидывать, расстраивать, разбивать(τὰς τάξεις Polyb.)
6) pass. чувствовать влечение(ἐπὴ τὰς μεγάλας πράξεις Plut.)
-
10 υπομιμνησκω
дор. ὑπομιμνᾴσκω напоминать, med.-pass. вспоминать, помнитьὑ. τινά τινος Hom., Thuc., τινά τι Thuc., Xen., Dem. и τινὰ περί τινος Plat., NT. — припоминать кому-л. кого(что)-л., напоминать кому-л. о ком(чем)-л.;
καλῶς ὑπέμνησας Plat. — ты кстати напомнил;οὐδὲν οἶμαι κακὸν εἶναι τὸ ὑπομιμνήσκεσθαι, ὅτι μέ καλῶς πεποιήκαμεν Plat. — ничего нет, по-моему, дурного в том, чтобы мы вспоминали ( или чтобы нам напоминали) о наших дурных поступках;ὅπως τὰς τάξεις ὑπομιμνήσκοιντο Xen. — чтобы они помнили о соблюдении порядка;ὑπεμνήσθην τῶν κατὰ τέν ὁδόν Luc. — мне вспомнились обстоятельства (моего) путешествия -
11 μικρός/
η, ό [ά, όν ] 1.1) маленький, малый, небольшой;μικρο χωριό — маленькая деревня;
μικρό διάστημα χρόνου — небольшой промежуток времени;
μικρός/ πονόδοντος — слабая зубная боль;
μικρά έξοδα — мелкие расходы;
μικρού μεγέθους — или μικρου όγκου — малогабаритный;
2) маленький, меньший, младший (по возрасту);μικρες τάξεις — младшие классы;
θυμδσαι όταν είμαστε μικροί; — ты помнишь, когда мы были маленькими?;
είσαι μικρός/ ακόμα — ты мал ещё;
είσαι πολύ μικρός/ γιά να... — ты ещё слишком мал, чтобы...;
από μικρό παιδί — с малых лет, с детства;
από τα μικρά μου χρόνια — с малых лет;
3) мелкий, незначительный; несерьёзный;μικρης σημασίας — маловажный;
μικρής αξίας — малоценный;
μικρός/ άνθρωπος — а) маленький, незначительный человек; — б) мелкая душа (о человеке);
§ μικρές ώρες — ночные часы после двенадцати;
μικρή ταχύτητα — ж.-д. малая скорость;
μικρ, αλλά θαυματουργός — мал, да удал;
μικροί και μεγάλοι — от мала до велика;
ο ένας πιο μικρός/ απ' τον άλλον — один меньше другого, мал мала меньше;
μικρόν κατά μικρόν — мало-помалу;
μετά μικρόν — вскоре;
προ μικρού — недавно;
μικρού δείν — без малого...; — едва не..., чуть было не...;
2. (о, η, τό) маленький мальчик;η μικρή — маленькая девочка;
τό μικρό — ребёнок, малышка;
3. (ο, η) мальчик (девочка) на побегушках, бой, слуга
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek