-
1 πλάτος
A breadth, width,σώματος Simon.188
, etc.: abs., τὸ π. or π., in breadth. Hdt.1.193, 4.195, X.Oec.19.3;ἴση μῆκός τε π. τε Emp.17.20
.b Math., breadth, i.e. the second dimension,ἐν μήκει καὶ π. καὶ βάθει Pl.Sph. 235d
, cf. Arist.Ph. 209a5; κατὰ π., opp. κατὰ μῆκος, κατὰ βάθος, Id.Cael. 299b26, Mete. 341b34.3 latitude, whether terrestrial or celestial, Str.1.4.2, Cleom.1.4, 2.4, Ptol.Alm.2.12, Vett.Val.30.12.4 metaph., plane,ἐν τῷ ψυχικῷ π. Procl.Inst. 201
.5 plane of flat fish, Arist.HA 489b33; flat of the tail, ib. 549b1; flat part of the body of the fishing-frog, Id.PA 695b15.6 extension, breadth of a subject, Gal.1.316;οὐκ ὀλίγον τὸ π. Id.11.738
.7 = πλάτας, Judeich Altertümervon Hierapolis No.322, al.II metaph., range of variation, latitude,π. ἔχειν Plot.6.3.20
;ἡ ὑγίεια π. ἔχει Gal.6.12
, cf.11.737.III with Preps., ἐν πλάτει in a loose sense, broadly, Posidon. ap.Stob.1.8.42, Str.2.1.39, D.H.Comp.21, EM673.24; opp. κατ' ἀκρίβειαν, S.E.M.10.108;ὡς ἐν π. Sor.1.24
(but περὶ ὧν ἐν τῷ π. λέγομεν which we will discuss in detail, D.L.7.76); also ἐπὶ πλάτει Ἑλληνίζειν talk loose Greek, Phld.Po.2.9; κατὰ πλάτος λέγεσθαι to be said loosely, Chrysipp.Stoic.2.164, cf. Sor.1.6, 21.VI ἀργυρίου πλάτη, = δραχμαί, IG9(1).189.15 (Tithora, ii A.D.).------------------------------------A = πλάτας, IGRom.4.866 (Laodicea ad Lycum). -
2 πλάτος
πλάτος, τό, die Breite; Ar. Av. 1129; ἐν μήκει καὶ βάϑει καὶ πλάτει, Plat. Soph. 235 d; διώρυχα τρίπλεϑρον τὸ πλάτος, Critia. 115 d; u. so gew. bei Folgdn; ἐν πλάτει od. κατὰ πλάτος, in aller Breite, d. i. ausführlich, bes. Sp.; ἐν πλάτει τε καὶ κατ' ἀκρίβειαν, S. Emp. adv. phys. 2, 108; Ggstz κατὰ περιγραφήν, 15.
-
3 πλάτος
πλάτος, τό, die Breite; ἐν πλάτει od. κατὰ πλάτος, in aller Breite, ausführlich -
4 κατά
(κατ;καθ') прав. I με γεν., αιτιατ. 1) (при обознач, направления) к; по;(γεν.) κατά
ηλιού — к солнцу;— тшт.) κατά τον ρούν πόταμου — по течению реки;κατ' ευθείαν прямо;πάω κατά την θάλασσα — идти к морю;
κατά τη δύση — на запад;
γυρισμένος κατά τον τοίχο — повёрнутый к стене;
μου το είπε κατά πρόσωπο — он мне сказал это в лицо;
τα παράθυρα μου βλέπουν κατά το βουνό — мои окна выходят на гору;
κατά πού; — куда?;
κατά πού πας; — куда идёшь?;
κατά πού έκαμε; — куда он направился?;
κατά πού πάει ο δρόμος; — куда ведёт дорога?;
κατά κεί — туда;
κατά δω — сюда!;
2) (при обознач, места) на;(γεν.)
κοιμάται κατά γης — он спит на полу, на земле;ξηρά και θάλασσα — на суше и на море;καθ' όλην την Ελλάδα по всей Греции;3) возле, около;κάθομαι εκεί κατά τον σταθμό — я живу там около вокзала;
II με γεν. против;ομιλώ κατά κάποιου выступать против кого-л.;είμαι κατά τού πολέμου — быть против войны;
υπέρ και κατά за и против;III με αιηατ. 1) (при обознач, времени):κατά τον Παγκόσμιο πόλεμο — во время мировой войны;
κατά τη συμπλοκή — во время схватки;
κατά την απουσία μου — в моё отсутствие;
κατά τό βραδάκι — вечерком, к вечеру;
κατά го τέλος τού Φλεβάρη — к концу февраля;
κατά τό μεσημέρι — к полудню;
κατά τα μεσάνυχτα — к полуночи;
κατά τίς δέκα — к десяти часам;
κατ' αυτάς в эти дни; на днях;2) в соответствии с, согласно, по;κατά τη γνώμη μου — по моему мнению;
κατά συνθήκην — по договорённости, по (обойдному) согласию;
κατ' εμέ а) по моему мнению; б) по-моему; по мне (разг);κατά τα συνηθισμένα του — по своему обыкновению;
τον νόμο — по закону;κατά τό γράμμα και το πνεύμα τού νόμου — согласно букве и духу закона;
κατά γενικήν απαίτησιν — по общему требованию;
κατά βούληση — по желанию;
κατά τίς περιστάσεις — смотря по обстоятельствам;
κατ' αναλογία в соответствии...;κατά κανόνα — как правило;
κατά ποιόν και κατά ποσόν — по качеству и по количеству;
κατά τό μήκος — по длине;
κατά τό πλάτος — по ширине;
τό ύψος — по высоте;κατά τα ειωθότα — как обычно;
κατ' εκλογήν по выбору, на выбор;κατ' αρχαιότητα по старшинству; 3) (с сущ. без артикля в наречных оборотах для обознач, образа действия или причины):κατά μήκος — вдоль;
κατά πλάτος — поперёк;
κατά λάθος — по ошибке, ошибочно;
κατά τύχην — случайно;
κατά σύμπτωση — случайно, по совпадению;
κατ' ανάγκη по необходимости;κατά μέρος — в сторону;
παίρνω κάποιον κατά μέρος — отводить кого-л. в сторону;
άφησε τα αυτά κατά μέρος — оставь это;
4) (при обознач, разницы):ήμουνα κατά δεκαπέντε χρόνια νεώτερος του — я был на. пятнадцать лет моложе его;
5) (при обознач, сходства, подобия):κατ' εικόνα και ομοίωση по образу и подобию своему; 6) (при обознач, частичности, разделения, распределения):κατά τεμάχια — по кускам;
κατά μέρη — по частям;
-
5 πλάτος
τό1) ширина;με πλάτος πέντε μέτρα — шириной в пять метров;
κατά πλάτος — в ширину;
2) геогр., перен. широта;γεωγραφικό πλάτος — географическая широта;
βόρειον (νότιον) πλάτος — северная (южная) широта
-
6 πλατος
I.3[adj. verb. к πελάω См. πελαω] к которому можно приблизитьсяII.ἐν μήκει καὴ βάθει καὴ πλάτει Plat. — в длину, в глубину и в ширину;
-
7 arzani
κατά πλάτος -
8 genişlemesine
κατά πλάτος -
9 вширь
επίρ.στο πλάτος, σε πλάτος, σε φάρδος, στο φάρδος, κατά (το) φάρδος•вглубь и вширь κατά βάθος•
паи κατά πλάτος.
-
10 поперек
поперекнареч ἐγκάρσια, ἐγκαρσίως, κατά πλάτος, στό φάρδος· ◊ вдоль и \поперек κατά μήκος καί κατά πλάτος· знать что́-л. вдоль и \поперек ξέρω κάτι ἀπ' ἔξω κι ἀνακατωτά· стоять у кого́-л. \поперек дороги εἶμαι ἐμπόδιο στον δρόμο κάποιου. -
11 поперёк
поперёк κατά πλάτος, εγκάρσια· разрезать \поперёк κόβω εγκάρσια* * *κατά πλάτος, εγκάρσιαразре́зать поперёк — κόβω εγκάρσια
-
12 вдоль
вдольнареч и предлог с род. п. κατά μήκος:\вдоль берега а) (реки) κατά μήκος τής ὀχθης, б) (моря) κατά μήκος τής παραλίας· ◊ \вдоль и поперек κατά μήκος καί κατά πλάτος, προς ὀλες τίς κατευθύνσεις. -
13 вдоль
επίρ.κατά μήκος•вдоль берега κατά μήκος της ακτής ή της όχθης.
εκφρ.вдоль и поперек – κατά μήκος και κατά πλάτος (προς όλες τις κατευθύνσεις) μτφ. καλά, λεπτομερώς. -
14 габарит
1. (трансп., маш) το μέγεθος 2. (в значении габаритных размеров) η (μέγιστη) διάστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > габарит
-
15 μήκος
τό1) длина, протяжённость;κατά μήκος — вдоль;
2) продолжительность, длительность;3) перен. пространность (речи и т. п.); 4) геогр. долгота;§ κατά μήκος και κατά πλάτος — а) в длину и ширину; — б) вдоль и поперёк; — всесторонне, детально
-
16 профиль
-я α.1. το προφίλ, πλάγια όψη•красивый профиль лица ωραίο προφίλ του προσώπου•
смо-трть в профиль κοιτάζω προφίλ, πλευρικά, πλάγια.
2. (κατά)τομή•продольный профиль τομή κατά μήκος•
профиль поперечный τομή κατά πλάτος ή διατομή•
профиль машины κατατομή ή εγκάρσια. τομή της μηχανής.
3. ειδικότητα, ειδική κατάρτιση•профиль инженера-металлурга ειδική κατάρτιση του μηχανικού-μεταλλουργού.
-
17 либрация
астр. η λίκνισηη ταλάντωση· оптическая - οπτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > либрация
-
18 поперёк
επίρ. κ. πρόθ. εγκάρσια•κατά πλάτος, κατά φάρδος.βλ. наперекор. -
19 enine
εγκάρσιος, κατά πλάτος. -
20 βάθος
βάθος, ους, τό (s. βαθύς; Aeschyl., Hdt.+) gener., distance beneath someth.① the space or distance beneath a surface, depth (w. ὕψος Is 7:11; Herm. Wr. 11, 20b) Dg 7:2; (w. other dimensions; s. Aristot., Phys. 4, 1, 209a, 5; Dio Chrys. 76 [26], 6; Plut., Mor. 937f; SIG 973, 6ff μῆκος, πλάτος, β. [of a ditch]; Philo, Decal. 25; Jos., Ant. 1, 77) Eph 3:18 (cp. the magic formula γενέσθω φῶς πλάτος βάθος μῆκος ὕψος αὐγή PGM 4, 970f and 978f; 12, 157; s. Straub 56). Of soil Mt 13:5; Mk 4:5 (Jos., Ant. 8, 63 τῆς γῆς β.; Theophr., HP 6, 5, 4 χώρας βάθος; BGU 1122, 16 of plants ἔχον τὸ καθῆκον β.). Of the depths of the sea B 10:10 (cp. schol. on Apollon. Rhod. 1, 461; 4, 865f; Ps 68:3; Am 9:3; Mi 7:19 al. LXX). Of deep water Lk 5:4. Of eyes sunken because of swelling Papias (3:2). ὕψωμα οὔτε βάθος Ro 8:39, since they are said to be creatures and the context speaks apparently only of transcendent forces, are prob. astral spirits; they are both astronomical t.t., and β. means the celestial space below the horizon fr. which the stars arise (PGM 4, 575 ἀστὴρ ἐκ τ. βάθους ἀναλάμπων).② someth. nonphysical perceived to be so remote that it is difficult to assess, depth fig. (Aeschyl. et al.) ἡ κατὰ βάθους πτωχεία αὐτῶν their poverty reaching down into the depths (Strabo 9, 3, 5 ἄντρον κοῖλον κατὰ βάθους)= extreme poverty 2 Cor 8:2; β. πλούτου (Soph., Aj. 130; cp. Jos., Ant. 1, 271 τὸ τῆς τριχὸς βάθος; Pr 18:3; Aelian, VH 3, 18 πλοῦτος βαθύς; Norden, Agn. Th. 243, 3) depth (i.e. inexhaustibility) of the wealth Ro 11:33; τὰ β. τῆς θείας γνώσεως depths of divine knowledge 1 Cl 40:1 (Philo, Poster. Cai. 130 β. τῆς ἐπιστήμης); τὰ β. τοῦ θεοῦ the depths of God 1 Cor 2:10 (TestJob 37:6 τοῦ κυρίου); τὰ βάθη τοῦ σατανᾶ Rv 2:24 v.l. (cp. Jdth 8:14 βάθος καρδίας ἀνθρώπου; τὰ βάθη τῆς καρδίας καὶ τοῦ νοῦ Just., D. 121, 2; Eunap., Vi. Soph. 23, 3, 8 p. 113 β. τῆς ψυχῆς; w. κακῶν Aeschyl., Pers. 465).—DELG s.v. βαθύς. M-M. TW. Spicq.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλάτος — (I) ὁ, Α πλάτας*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πλάτης / πλάτας κατά τα αρσ. σε ος]. (II) το, ΝΜΑ 1. η τρίτη διάσταση τών στερεών εκτός από το μήκος και το ύψος, εύρος, φάρδος (α. «το πλάτος τού τοίχου» β. «νῆσον... μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων,… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
διαμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά στη φυσική, κυρίως σε ό,τι αφορά την ασύρματη επικοινωνία. Δ. κύματος αποκαλείται, για παράδειγμα, η μεταβολή των χαρακτηριστικών του ηλεκτρομαγνητικού κύματος, που καλείται φορέας, από κάποιο πληροφοριακό σήμα, με… … Dictionary of Greek
εύρος — Η απόσταση ανάμεσα στις πλησιέστερες πλευρές μιας επιφάνειας (αλλιώς φάρδος ή πλάτος). Ε. τόξου ονομάζεται η απόσταση μεταξύ των δύο άκρων του. (Αστρον.) Το συμπλήρωμα του αζιμουθίου αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του. Δίνεται από τον τύπο:… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek