-
1 arzani
κατά πλάτος -
2 genişlemesine
κατά πλάτος -
3 вширь
επίρ.στο πλάτος, σε πλάτος, σε φάρδος, στο φάρδος, κατά (το) φάρδος•вглубь и вширь κατά βάθος•
паи κατά πλάτος.
-
4 поперек
поперекнареч ἐγκάρσια, ἐγκαρσίως, κατά πλάτος, στό φάρδος· ◊ вдоль и \поперек κατά μήκος καί κατά πλάτος· знать что́-л. вдоль и \поперек ξέρω κάτι ἀπ' ἔξω κι ἀνακατωτά· стоять у кого́-л. \поперек дороги εἶμαι ἐμπόδιο στον δρόμο κάποιου. -
5 поперёк
поперёк κατά πλάτος, εγκάρσια· разрезать \поперёк κόβω εγκάρσια* * *κατά πλάτος, εγκάρσιαразре́зать поперёк — κόβω εγκάρσια
-
6 вдоль
вдольнареч и предлог с род. п. κατά μήκος:\вдоль берега а) (реки) κατά μήκος τής ὀχθης, б) (моря) κατά μήκος τής παραλίας· ◊ \вдоль и поперек κατά μήκος καί κατά πλάτος, προς ὀλες τίς κατευθύνσεις. -
7 вдоль
επίρ.κατά μήκος•вдоль берега κατά μήκος της ακτής ή της όχθης.
εκφρ.вдоль и поперек – κατά μήκος και κατά πλάτος (προς όλες τις κατευθύνσεις) μτφ. καλά, λεπτομερώς. -
8 габарит
1. (трансп., маш) το μέγεθος 2. (в значении габаритных размеров) η (μέγιστη) διάστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > габарит
-
9 профиль
-я α.1. το προφίλ, πλάγια όψη•красивый профиль лица ωραίο προφίλ του προσώπου•
смо-трть в профиль κοιτάζω προφίλ, πλευρικά, πλάγια.
2. (κατά)τομή•продольный профиль τομή κατά μήκος•
профиль поперечный τομή κατά πλάτος ή διατομή•
профиль машины κατατομή ή εγκάρσια. τομή της μηχανής.
3. ειδικότητα, ειδική κατάρτιση•профиль инженера-металлурга ειδική κατάρτιση του μηχανικού-μεταλλουργού.
-
10 либрация
астр. η λίκνισηη ταλάντωση· оптическая - οπτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > либрация
-
11 поперёк
επίρ. κ. πρόθ. εγκάρσια•κατά πλάτος, κατά φάρδος.βλ. наперекор. -
12 enine
εγκάρσιος, κατά πλάτος. -
13 gauge
[ɡei‹] 1. verb1) (to measure (something) very accurately: They gauged the hours of sunshine.) (κατα)μετρώ2) (to estimate, judge: Can you gauge her willingness to help?) υπολογίζω2. noun1) (an instrument for measuring amount, size, speed etc: a petrol gauge.) μετρητής, δείκτης2) (a standard size (of wire, bullets etc): gauge wire.) (σταθερή) διάμετρος3) (the distance between the rails of a railway line.) πλάτος σιδηροδρομικής γραμμής
См. также в других словарях:
πλάτος — (I) ὁ, Α πλάτας*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πλάτης / πλάτας κατά τα αρσ. σε ος]. (II) το, ΝΜΑ 1. η τρίτη διάσταση τών στερεών εκτός από το μήκος και το ύψος, εύρος, φάρδος (α. «το πλάτος τού τοίχου» β. «νῆσον... μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων,… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
διαμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά στη φυσική, κυρίως σε ό,τι αφορά την ασύρματη επικοινωνία. Δ. κύματος αποκαλείται, για παράδειγμα, η μεταβολή των χαρακτηριστικών του ηλεκτρομαγνητικού κύματος, που καλείται φορέας, από κάποιο πληροφοριακό σήμα, με… … Dictionary of Greek
εύρος — Η απόσταση ανάμεσα στις πλησιέστερες πλευρές μιας επιφάνειας (αλλιώς φάρδος ή πλάτος). Ε. τόξου ονομάζεται η απόσταση μεταξύ των δύο άκρων του. (Αστρον.) Το συμπλήρωμα του αζιμουθίου αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του. Δίνεται από τον τύπο:… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek