Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατὰ+μέρη

  • 81 διέρχομαι

    διέρχομαι impf. διηρχόμην; fut. διελεύσομαι; 2 aor. διῆλθον; pf. διελήλυθα, διεληλυθώς, inf. διεληλυθέναι (Just., D. 86, 2 [on διέβην Gen. 32:11]), ptc. διεληλυθώς Hb 4:14 (Hom. et al.; ins, pap, LXX, TestSol; TestAbr A 10 p. 87, 28 [Stone p. 22]; TestJud 7:7; ParJer 7:13; GrBar.; ApcEsdr 2:18 p. 26, 10 Tdf.; EpArist 131; Philo, Joseph.).
    to move within or through an area, go (through)
    to travel or move about go about fr. place to place, spread δ. κατὰ τὰς κώμας go about among the villages Lk 9:6; Ac 10:38. W. ἐν (Sir 39:4; 1 Macc 3:8): ἐν οἷς διῆλθον κηρύσσων among whom I went about proclaiming Ac 20:25. Abs. διασπαρέντες διῆλθον they were scattered and went about fr. place to place 8:4; Paul at Athens 17:23. Fig. of a report διήρχετο μᾶλλον ὁ λόγος spread even farther Lk 5:15 (cp. Thu. 6, 46, 5; X., An. 1, 4, 7 διῆλθε λόγος; Jos., Vi. 182).—W. acc. of place (EpArist 301; Jos., Bell. 2, 67) an island Ac 13:6. τὰ ἀνωτερικὰ μέρη the interior 19:1; regions 20:2.
    of movement through someth. go through
    α. w. the force of διά retained: go or travel through w. acc. of place names (Diod S 16, 44, 4 τὴν Συρίαν; Jos., Ant. 14, 40) Jericho Lk 19:1; Pisidia Ac 14:24; cp. 15:3, 41; 16:6; 18:23; 19:21; 1 Cor 16:5.—τοὺς οὐρανούς go through the heavens Hb 4:14. W. prep. δ. διά τινος go through someth. (Hdt. 6:31, 2 al.; Philo; SibOr 2, 253) through deserts (cp. Jos., Ant. 15, 200 τὴν ἄνυδρον δ.) Mt 12:43; Lk 11:24; through a gate Hs 9, 13, 6; διὰ μέσον Σαμαρίας καὶ Γαλιλαίας prob. through the region between Samaria and Galilee Lk 17:11 (s. διά B1) cp. J 4:4; through all the places Ac 9:32; through the sea 1 Cor 10:1; διʼ ὑμῶν εἰς Μακεδονίαν through your city to M. 2 Cor 1:16; through a person GJs 6:1 κοινὸν καὶ ἀκάθαρτον οὐκ εἴα διέρχεσθαι διʼ αὐτῆς (Anna) did not permit anything common or unclean to pass through (Mary) (of food, perh. also fig. of thoughts, cp. Mt 15:17f; Mk 7:19ff).
    β. of movement toward a destination come, go: εἴς τινα of death: to all people Ro 5:12. εἴς τι (Jos., Ant. 14, 414) of journeys: go over, cross over εἰς τὸ πέραν to the other side Mk 4:35; Lk 8:22; cp. Ac 18:27. εἰς τὸ πεδίον go off into the country 1 Cl 4:6 (Gen 4:8). διέλθε̣[τε διὰ τῶν] ἀφανῶν κα[ὶ εἰ]ς τ̣ὸ̣ [τέλο]ς (or: τ̣ε̣[λο]ς) τῶν φαινο[μέ]νων come out of the realm of the latent and to the end of the things that are apparent: rev. of Ox 1081, 27–30 based on the Coptic of SJCh 90, 4–7 (Till). Also ἕως τινός (1 Macc 1:3): ἕως Βηθλέεμ to B. Lk 2:15; ἕως Φοινίκης Ac 11:19, 22 v.l.; ἕως ἡμῶν 9:38. ἐνθάδε come here J 4:15.—δ. ἀπὸ τῆς Πέργης they went on fr. Perga Ac 13:14. Abs. ἐκείνης (sc. ὁδοῦ) ἤμελλεν διέρχεσθαι he was to come through that way Lk 19:4; διερχόμενος as he went through Ac 8:40
    go through someth. in one’s mind, review (Hom. Hymn Ven. 276 δ. τι μετὰ φρεσί al.) τὰς γενεάς 1 Cl 7:5 (εἰς τ. γ. is read by some mss.).—διερχ[…] AcPl BMM verso 21.
    to pass into or through an obstacle, penetrate. Of a sword (cp. Il. 20, 263; 23, 876; Jdth 6:6; 16:9) δ. τὴν ψυχήν pierces the soul Lk 2:35 (cp. SibOr 3, 316); pass a guard Ac 12:10; through a closed room διὰ τοῦ … κοιτῶνος AcPl Ha 5, 31 (restored); διὰ μέσου αὐτῶν through the midst of them Lk 4:30; J 8:59 v.l.; through a needle’s eye Mt 19:24; Mk 10:25; Lk 18:25 v.l.—Papias (3:2) ὥστε μηδὲ ὁπόθεν ἅμαξα ῥαδίως διέρχεται ἐκεῖνον δύνασθαι διέλθειν so that he (Judas) was not able to pass through where a wagon would have no difficulty—DELG s.v. ἔρχομαι. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > διέρχομαι

  • 82 Κυρήνη

    Κυρήνη, ης, ἡ (s. next entry; Pind., Hdt. et al.; ins; 1 Macc 15:23; Jos., Bell. 7, 437–46, Ant. 14, 114–18; SibOr 5, 198) Cyrene, capital city of the N. African district of Cyrenaica (Pentapolis); from 27 B.C. Cyrenaica was combined w. Crete as a senatorial province, and ruled by a proconsul. Cyrene was an old Greek colony, and many Jews settled there (Schürer III 60f). τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην the parts of Libya near Cyrene, i.e. Libya Cyrenaica Ac 2:10.—LMalten, Kyrene 1911; Italian researches: RivFil, n.s. 6, fasc. 2; 3, 1928; UvWilamowitz, Kyrene 1928; PRomanellis, La Cirenaica Romana ’43; EKirsten, Nordafrikanische Stadtbilder ’61, 39ff; Pauly-W. XII, 156ff; Kl.-Pauly III 410ff; BHHW II, 1034; PECS 253–55; OEANE II 97f.—M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > Κυρήνη

  • 83 Λιβύη

    Λιβύη, ης, ἡ (Hom. et al.; OGI 54, 5 [III B.C.]; Sb 4456 gravestone [II B.C.] al. in ins, pap [Mayser 101]; Philo, Joseph., SibOr) Libya, a district in N. Africa betw. Egypt and Cyrene; the western part, Libya Cyrenaica, is meant by τὰ μέρη τῆς Λ. τῆς κατὰ Κυρήνην the parts of Libya near Cyrene Ac 2:10 (Jos., Ant. 16, 160 ἡ πρὸς Κυρήνῃ Λιβύη).

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > Λιβύη

См. также в других словарях:

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • μεμερισμένως — (ΑM) επίρρ. χωριστά αρχ. 1. κατά μέρη 2. κατά διαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμερισμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. μερίζω] …   Dictionary of Greek

  • νυκτερεία — νυκτερεία, ἡ (Α) [νυκτερεύω] κυνήγι που γίνεται κατά τη διάρκεια τής νύχτας, για να συλληφθεί το θήραμα την ώρα τού ύπνου («θήρευσις... τοῑς παρ ἡμῑν ἀθληταῑς, ὧν ἡ μὲν τῶν εὐδόντων αὖ κατὰ μέρη νυκτερεία», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՍՆ — (սին, սունք, սանց.) NBH 2 0210 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. μερίς, μέρος (յորմէ եւ թ. միրաս ). pars partitio (որպէս թէ Մի այս, կամ ʼի միասին.) Բաժին մի ʼի բոլորէ իմեքէ. հատուած. հատոր. կոտոր. պատառ, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κορμάζω — (Α) [κορμός] κόβω κάτι σε κορμούς, τεμαχίζω, κομματιάζω («ὕλη κορμασθεῑσα κατά μέρη», Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • ολοσχέρεια — ὁλοσχέρεια, ἡ (Α) [ολοσχερής] 1. γενική εποπτεία, επισκόπηση ή γενικός, κεφαλαιώδης υπολογισμός 2. στερεότητα 3. φρ. «καθ ὁλοσχέρειαν» α) σε γενικές γραμμές β) στο σύνολο, συνολικώς, όχι κατά μέρη …   Dictionary of Greek

  • ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»