-
1 κρηθεν
-
2 κατακρηθεν
κατάκρηθεν, κατα-κρῆθεν1) над головой, сверху(δένδρεα κ. χέε καρπόν Hom.)
κ. κεκαλλυμένη HH. — закутав голову (покрывалом)2) полностью, глубоко(Τρῶας κ. λάβε πένθος Hom.)
-
3 κατακρηθεν...
κατακρῆθεν...κατάκρηθεν, κατα-κρῆθεν1) над головой, сверху(δένδρεα κ. χέε καρπόν Hom.)
κ. κεκαλλυμένη HH. — закутав голову (покрывалом)2) полностью, глубоко(Τρῶας κ. λάβε πένθος Hom.)
См. также в других словарях:
κρήθεν — κρῆθεν (Α) επίρρ. από το κεφάλι, από την κορυφή, από πάνω («δένδρεα δ ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμ. ως κατὰ κρῆθεν, που πιθ. έχει προέλθει από τη φρ. κατ ἄκρηθεν (< ἄκρον)] … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek