-
1 κατά-κρηθεν
κατά-κρηθεν, auch κατα-κρῆϑεν betont, bei Hom. richtiger κατὰ κρῆϑεν geschrieben; Τρῶας δὲ κατὰ κρῆϑεν λάβε πένϑος Il. 16, 548, vom Kopf her, von oben herab; δένδρεα δ' ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆϑεν χέε καρπόν Od. 11, 588; κατάκρηϑεν κεκαλυμμένη H. h. Cer. 182; κατάκρηϑεν δὲ καλύπτρην δαιδαλέην χείρεσσι κατέσχεϑε Hes. Th. 754. Vgl. ἀπὸ κρῆϑεν, Hes. Sc. 7. In der Stelle der Il. heißt es »Trauer ergriff die Troer ganz u. gar«, wie auch wir sagen »vom Kopf bis zu den Füßen«. Vgl. auch κατάκρας, mit dem es zusammenhangen könnte, wenn ἄκρηϑεν vorkäme. S. Lob. Phryn. 48.
-
2 κρῆθεν
κρῆθεν, vom Kopf, vom Haupt herab, von oben her; κατὰ κρῆϑεν δὲ καλύπτρην δαιδαλέην χείρεσσι κατέσχεϑε Hes. Th. 574; τῆς καὶ ἀπὸ κρῆϑεν βλεφάρων τ' ἀπὸ κυανεάων Sc. 7.
-
3 κατάκρηθεν
κατά-κρηθεν, vom Kopf her, von oben herab; Trauer ergriff die Troer ganz u. gar, wie auch wir sagen 'vom Kopf bis zu den Füßen'
См. также в других словарях:
κρήθεν — κρῆθεν (Α) επίρρ. από το κεφάλι, από την κορυφή, από πάνω («δένδρεα δ ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμ. ως κατὰ κρῆθεν, που πιθ. έχει προέλθει από τη φρ. κατ ἄκρηθεν (< ἄκρον)] … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek